πρεσβυτέριον

Revision as of 02:40, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

English (LSJ)

or πρεσβῠ-εῖον, τό,

   A council of elders, presbytery, Ev.Luc.22.66, Act.Ap.22.5, 1 Ep.Ti.4.14.    II honour or privilege of an elder, Thd.Su.50.

German (Pape)

[Seite 699] τό, Versammlung oder Rath der Aelteren, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

πρεσβῠτέριον: ἢ -εῖον, τό, συμβούλιον πρεσβυτέρων, Εὐαγγ. κ. Λουκ. κβϳ, 66, Πράξ. Ἀποστ. κβϳ, 5, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δϳ, 14. ΙΙ. τὸ ἀξίωμαὑπούργημα τοῦ πρεσβυτέρου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ, Ἐκκλ. ΙΙΙ. ὁ τόπος ἔνθα οἱ πρεσβύτεροι συνήρχοντο, Συλλ. Ἐπιγρ. 8832.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
Conseil des Anciens NT.
Étymologie: πρεσβύτερος.

English (Strong)

neuter of a presumed derivative of πρεσβύτερος; the order of elders, i.e. (specially), Israelite Sanhedrin or Christian "presbytery": (estate of) elder(-s), presbytery.

English (Thayer)

πρεσβυτερίου, τό (πρεσβύτερος, which see), body of elders, presbytery, senate, council: of the Jewish elders (see συνέδριον, 2), Daniel , Theod. at the beginning); of the elders of any body (church) of Christians, πρεσβύτερος, 2b.)).

Greek Monotonic

πρεσβῠτέριον: ή -εῖον, τό, συμβούλιο πρεσβύτερων, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

πρεσβυτέριον: τό1) совет старейшин NT;
2) священники, духовенство NT.