συνωφελέω

From LSJ
Revision as of 04:24, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριονthought-shop of wise souls

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνωφελέω Medium diacritics: συνωφελέω Low diacritics: συνωφελέω Capitals: ΣΥΝΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: synōpheléō Transliteration B: synōpheleō Transliteration C: synofeleo Beta Code: sunwfele/w

English (LSJ)

   A join in aiding, αὑτούς X.Mem.3.5.16; τὴν γῆν Id.Oec. 18.2, etc.; τινὰ εἴς τι ib.2.14; rarely τινι, S.Ph.871: abs., to be of use or assist together, ἔν τισι Hp.Art.18, cf. Supp.Epigr.3.583.13 (Olbia, ii/iii A.D.); εἴς τι X.An.3.2.27:—Pass., derive profit together, Lys.12.93.

Greek (Liddell-Scott)

συνωφελέω: ἀπὸ κοινοῦ ὠφελῶ, συμβοηθῶ, συνανακουφίζω, τινι Ξεν. Ἀπομν. 3. 5, 16, Οἰκ. 18, 2, κτλ.· τινα εἴς τι αὐτόθι 2, 14· σπανιώτερον τινι, Σοφ. Φιλ. 871· ― ἀπολ., ὠφελῶ ἢ βοηθῶ ὁμοῦ, ἔν τινι Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· εἴς τι Ξεν. Ἀν: 3. 2, 27. ― Παθ., ὁμοῦ ὠφελοῦμαι, κερδαίνω, Λυσί. 128. 40.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
venir également ou en même temps en aide à : τινι ou τινα à qqn ; εἴς τι servir à qch.
Étymologie: σύν, ὠφελέω.

Greek Monotonic

συνωφελέω: μέλ. -ήσω, ωφελώ ή ανακουφίζω από κοινού, τινά, σε Ξεν.· σπάνια, τινί, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

συνωφελέω: приносить пользу, оказывать помощь, помогать (τινι Soph., чаще τινα Xen.): σ. τινα εἴς τι Xen. помогать кому-л. в чем-л.; συνωφελεῖσθαί τινα Lys. делиться с кем-л. выгодами.