συστρατεύω
αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us
English (LSJ)
more freq. in Med. συστρᾰτ-εύομαι:—
A join or share in an expedition, abs., Hdt.5.44, 6.9, 9.11, Th.1.99, 2.56, X.HG3.5.16 (Act.), etc.; τινι with another, Hdt.7.11, 9.106, Th.2.12, X.HG3.5.5 (Act.), etc.; μετά τινων Th.2.29,80, etc.; σὺν βασιλεῖ X.HG2.4.36 (Med.).--Hdt. always uses it in Med., as also Pl. (R. 468b,471d); Th. prefers Act., but also uses Med., cf. 1.99, 2.12, al., with 2.56,80, al.; X. has both, but more freq. Med., as also Lys. 20.29, etc.
German (Pape)
[Seite 1045] auch συστρατεύομαι, mit, zugleich, zusammen einen Feldzug machen, Kriegsdienste thun, τινί; Her., nur im med., 5, 44. 6, 9; εἰ καὶ τὸ θῆλυ συστρατεύοιτο, Plat. Rep. V, 471 d; τὰ συστρατευόμενα μειράκια, 468 b; Thuc. 2, 12; oft bei Xen., wie An. 7, 3, 10; Dem. u. Folgde; Pol. 5, 50, 4 u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
συστρᾰτεύω: μέλλ. -εύσω, συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ -εύομαι, μέλλ. -εύσομαι· ― ἀπὸ κοινοῦ ἐκστρατεύω, λαμβάνω μέρος εἰς τὴν ἐκστρατείαν, ἀπολ., Ἡρόδ. 5. 44., 6. 9., 9. 11, Θουκ. 1. 99, 2. 56, Ξεν., κλπ.· τινί, μετά τινος, Ἡρόδ. 7. 11., 9. 106, Θουκ. 2. 12, Ξεν., κλπ.· μετά τινος Θουκ. 2, 29, 80, κλπ.· σύν τινι Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 36. ― Ὁ Ἡρόδ. ἔχει ἀεὶ τὸν μέσον τύπον, ὡς καὶ ὁ Πλάτ. (Πολ. 468Β, 471D)· ὁ Θουκ. προτιμᾷ τὸν ἐνεργ., ἀλλὰ ποεῖται χρῆσιν καὶ τοῦ μέσου, πρβλ. 1. 99., 2. 12, κ. ἀλλ. πρὸς 2. 56, 80, κ. ἀλλ.· ὁ Ξεν. ἔχει ἀμφότερα, ἀλλὰ συνηθέστερον τὸ μέσον, ὡς καὶ ὁ Λυσίας 160. 22, κλπ. ― Ἴδε Χ. Χαρινωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 154, 155.
French (Bailly abrégé)
faire campagne avec, τινι.
Étymologie: σύν, στρατεύω.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυστρατεύω Α
εκστρατεύω από κοινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + στρατεύω «εκστρατεύω» (< στρατός)].
Greek Monotonic
συστρᾰτεύω: μέλ. -εύσω, και ως αποθ. συστρατεύομαι, μέλ. -εύσομαι· εκστρατεύω ή υπηρετώ τη στρατιωτική μου θητεία μαζί με κάποιον, λαμβάνω μέρος σε εκστρατεία, απόλ., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· τινί, με κάποιον άλλον, σε Ηρόδ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
συστρᾰτεύω: тж. med. вместе отправляться в поход, совместно участвовать в походе, вместе воевать (τινί Her., σύν τινι Thuc., Xen. и μετά τινος Thuc.).