τανίκα
From LSJ
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
ἐξέστω Κλαζομενίοις ἀσχημονεῖν → let the Clazomenians be permitted to behave disgracefully (Aelian, Varia Historia 2.15)
[Seite 1067] dor. statt τηνίκα.
τᾱνίκα: Δωρικ. ἀντὶ τηνίκα.
dor. c. τηνίκα.
Α
επίρρ. (δωρ. τ.) βλ. τηνίκα.
τᾱνίκα: Δωρ. αντί τηνίκα.
τᾱνίκα: adv. дор. = τηνίκα.