τυμβοχόη

From LSJ
Revision as of 05:16, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Νέος ὢν ἀκούειν τῶν γεραιτέρων θέλε → Audi libenter, ipse adhuc iuvenis, senes → Als junger Mann hör' gerne auf die Älteren

Menander, Monostichoi, 384
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τυμβοχόη Medium diacritics: τυμβοχόη Low diacritics: τυμβοχόη Capitals: ΤΥΜΒΟΧΟΗ
Transliteration A: tymbochóē Transliteration B: tymbochoē Transliteration C: tymvochoi Beta Code: tumboxo/h

English (LSJ)

ἡ,

   A the throwing up a cairn or barrow, ibid. (nisi leg. τυμβοχοῆσ', v. foreg.).

Greek (Liddell-Scott)

τυμβοχόη: (οὐχί -χοή, Λοβέκ. εἰς Φρύν. 498), ἡ, τὸ τυμβοχοεῖν, ἐπισώρευσις χώματος ἐπὶ τάφου, οὐδέ τί μιν χρεὼ ἔσται τυμβοχόης, «χωστοῦ τάφου» (Σχόλ.), Ἰλ. Φ. 323· ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ.

English (Autenrieth)

see the foregoing.

Greek Monolingual

ἡ, Α τυμβοχοῶ
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τυμβοχοῶ, επισώρευση χώματος πάνω σε τάφο νεκρού.

Greek Monotonic

τυμβοχόη: ἡ, συσσώρευση χώματος σε τάφο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

τυμβοχόη: ἡ насыпание могильного холма, погребение Hom.