τρισέπαρχος

From LSJ
Revision as of 04:52, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4b)

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσέπαρχος Medium diacritics: τρισέπαρχος Low diacritics: τρισέπαρχος Capitals: ΤΡΙΣΕΠΑΡΧΟΣ
Transliteration A: triséparchos Transliteration B: triseparchos Transliteration C: triseparchos Beta Code: trise/parxos

English (LSJ)

ὁ,

   A thrice an ἔπαρχος, i.e. Praefectus Urbis, AP9.697.

Greek (Liddell-Scott)

τρισέπαρχος: ὁ, ὁ τρὶς ἔπαρχος, δηλ. Praetor, πραίτωρ, Ἀνθ. Π. 9. 697, Πλαν. 73. 1, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
trois fois éparque.
Étymologie: τρίς, ἔπαρχος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στη Ρώμη) ο πραίτωρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι- + ἔπαρχος «ανώτερος διοικητικός υπάλληλος, πραίτωρ»].

Greek Monotonic

τρισέπαρχος: ὁ, τρεις φορές ἔπαρχος, δηλ. Praetor, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐσέπαρχος: ὁ троекратный эпарх, т. е. наместник Anth.