ὑπολίζων
English (LSJ)
A v. ὀλίγος VI. 1.
German (Pape)
[Seite 1224] gen. ονος, etwas weniger, kleiner, λαοὶ δ' ὑπολίζονες ἦσαν Il. 18, 519, als die Götter.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπολίζων: -ον, γενικ. ονος, ὀλίγον τι ὀλιγώτερος, λαοὶ δ’ ὑπολίζονες ἦσαν, «ἐλάσσονες καὶ μικρότεροι» (Σχόλ.), Ἰλ. Σ. 519. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπολίζον(τ)ες· μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι».
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
un peu moindre.
Étymologie: ὑπό, ὀλίγος.
English (Autenrieth)
ονος (comp. from ὀλίγος): somewhat smaller, on a smaller scale, Il. 18.519†. Also written as two words.
Greek Monolingual
-όλιζον, Α
(επικ. τ.) (στον Όμ.) ο κάπως λιγότερος («ὑπολίζονες
μεγέθει ἐλάσσονες, ὀλιγώτεροι», Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὀλίζων, παλαιότερος τ. συγκριτ. του ὀλίγος.
Greek Monotonic
ὑπολίζων: -ον, κάπως λιγότερος ή μικρότερος σε αριθμό, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπολίζων: 2, gen. ονος несколько меньший, чуть пониже ростом (λαοί Hom.).