Χῶρος
From LSJ
ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
Greek Monotonic
Χῶρος: ὁ, βορειοδυτικός άνεμος, Λατ. Caurus, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
Χῶρος: ὁ (лат. Corus или Caurus) хор, сев.-зап. ветер, перен. северо-запад: κατὰ Χῶρον βλέπειν NT быть обращенным к северо-западу.