χλευαστής
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A mocker, scoffer, Arist.Rh.1380a29, Procl.Par.Ptol.230, Poll.9.149, etc.: c. gen., M. Ant.6.47.
German (Pape)
[Seite 1358] ὁ, der Spötter, der einen Andern schnöde behandelt, Arist. rhet. 2, 3 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χλευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ χλευάζων, ἐμπαίζων χλευαστικῶς, Ἀριστ. Ρημ. 2. 3, 9, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 230, Πολυδ. Θ΄, 149 κλπ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
railleur, moqueur.
Étymologie: χλευάζω.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χλευάζω
αυτός που χλευάζει, που περιγελά («οἷον χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», Αριστοτ.).
Greek Monotonic
χλευαστής: -οῦ, ὁ, χλευαστής, αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
χλευαστής: οῦ ὁ насмешник Arst.