ψευδοκῆρυξ
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ῡκος, ὁ,
A false, lying herald, S.Ph.1306.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδοκῆρυξ: (ὀρθ. -ήρυξ), ῡκος, ὁ, ψευδής, ψευδόμενος κήρυξ, Σοφ. Φιλ. 1307.
French (Bailly abrégé)
υκος (ὁ) :
messager de fausses nouvelles.
Étymologie: ψευδής, κῆρυξ.
Greek Monotonic
ψευδοκῆρυξ: -ῡκος, ὁ, ψευδής ή κήρυκας που κομίζει ψεύτικες ειδήσεις, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ψευδοκῆρυξ: ῡκος ὁ распространитель ложных вестей, лгун Soph.