εἰσευπορέω
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts
English (LSJ)
A procure in plenty, τὸ πλεῖστον Supp.Epigr.1.366.40 (Samos, iii B.C.); χρήματα τῇ πόλει D.S.16.40 ; ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις GDI3069 (Selymbria) : abs., SIG364.74 (Ephesus).
German (Pape)
[Seite 743] reichlich hereinschaffen, χρήματα τῇ πόλει D. Sic. 16, 40.
Greek (Liddell-Scott)
εἰσευπορέω: χορηγῶ ἐν ἀφθονίᾳ, χρήματα τῇ πόλει Διόδ. 16. 40.
Spanish (DGE)
proporcionar, procurar con generosidad dinero εἰς τὰ τοῦ δάμου συμφέροντα χρήματα ἐκ τῶν ἰδίων TC 52.4 (III a.C.), ἶσον ἐπηγγείλατο τοῖς τὸ πλεῖστον εἰσευπορήσασι IG 12(6).11.40 (Samos III a.C.), ποθόδους τοῖς ἐγχωρίοις ISalymbria 24.9 (I a./d.C.), cf. IMylasa 137.24 (heleníst.), D.S.16.40
•abs. dar dinero, contribuir οἵδε ... εἰσευπ[όρησαν] οἳ μὲν δωρεάν, οἳ δὲ ἄτοκα unos contribuyeron con un donativo, otros sin interés, Jahresh. 11.1908.56.31 (Halicarnaso III a.C.), cf. IEphesos 4.74 (III a.C.), c. dat. instrum. εἰς τὰ τῷ βασιλεῖ συμφέροντα πολλάκις χρήμασιν εἰσευπορῶν IEryth.28.31 (III a.C.).
Russian (Dvoretsky)
εἰσευπορέω: доставлять в изобилии (χρήματα τῇ πόλει Diod.).