τηλεβόλος

From LSJ
Revision as of 01:51, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηλεβόλος Medium diacritics: τηλεβόλος Low diacritics: τηλεβόλος Capitals: ΤΗΛΕΒΟΛΟΣ
Transliteration A: tēlebólos Transliteration B: tēlebolos Transliteration C: tilevolos Beta Code: thlebo/los

English (LSJ)

ον,

   A striking from afar, χερμάς Pi.P. 3.49; of a bow, Arist.Pepl.52; χρῆσθαι τηλεβόλοις (sc. ὅπλοις) Str. 10.1.12, cf. 4.4.3 (Comp.), etc.

German (Pape)

[Seite 1105] weit werfend, treffend; χερμάς, Pind. P. 3, 49; μὴ χρῆσθαι τηλεβόλοις, Ggstz ἀγχεμάχοις, Strab. 10, 1, 12; τηλεβολώτερον βέλος, 4, 4, 3; vom Bogen, Arist. ep. (App. 9, 50); ἰός, Mnasale. 4 (VII, 125); Nonn. 45, 202.

Greek (Liddell-Scott)

τηλεβόλος: -ον, ὁ βάλλων, πλήττων μακρόθεν, χερμὰς Πινδ. Π. 3. 86· ἐπὶ τόξου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 9. 49· χρῆσθαι τηλεβόλοις (ἐξυπακ. ὅπλοις) Στράβ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance au loin, qui frappe de loin.
Étymologie: τῆλε, βάλλω.

English (Slater)

τηλεβόλος
   1 farflung χερμάδι τηλεβόλῳ (P. 3.49)

Greek Monolingual

-ο / τηλεβόλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·

Greek Monotonic

τηλεβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πλήττει από μακριά, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

τηλεβόλος: 1) далеко мечущий (ῥυτήρ Anth.);
2) далеко летящий (χερμάς Pind.; ἰός Anth.).

Middle Liddell

τηλε-βόλος, ον, βάλλω
striking from afar, Pind.