τηλεβόλος
πάρειμι δ' ἄκων οὐχ ἑκοῦσιν, οἶδ' ὅτι → I'm here unwilling, before those who don't want me, I'm sure
English (LSJ)
τηλεβόλον, striking from afar, χερμάς Pi.P. 3.49; of a bow, Arist.Pepl.52; χρῆσθαι τηλεβόλοις (sc. ὅπλοις) Str. 10.1.12, cf. 4.4.3 (Comp.), etc.
German (Pape)
[Seite 1105] weit werfend, treffend; χερμάς, Pind. P. 3, 49; μὴ χρῆσθαι τηλεβόλοις, Gegensatz ἀγχεμάχοις, Strab. 10, 1, 12; τηλεβολώτερον βέλος, 4, 4, 3; vom Bogen, Arist. ep. (App. 9, 50); ἰός, Mnasale. 4 (VII, 125); Nonn. 45, 202.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance au loin, qui frappe de loin.
Étymologie: τῆλε, βάλλω.
Russian (Dvoretsky)
τηλεβόλος:
1 далеко мечущий (ῥυτήρ Anth.);
2 далеко летящий (χερμάς Pind.; ἰός Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
τηλεβόλος: -ον, ὁ βάλλων, πλήττων μακρόθεν, χερμὰς Πινδ. Π. 3. 86· ἐπὶ τόξου, Ἀνθ. Π. παράρτ. 9. 49· χρῆσθαι τηλεβόλοις (ἐξυπακ. ὅπλοις) Στράβ., κλπ.
English (Slater)
τηλεβόλος farflung χερμάδι τηλεβόλῳ (P. 3.49)
Greek Monolingual
-ο / τηλεβόλος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·
Greek Monotonic
τηλεβόλος: -ον (βάλλω), αυτός που πλήττει από μακριά, σε Πίνδ.