ἀφεκτέον
Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann
English (LSJ)
(ἀπέχομαι)
A one must abstain from, τινός X.Mem.1.2.34; τροφῆς Porph.Abst.1.38, etc.; one must leave alone, τινός Gal. 17(2).359: so in pl. ἀφεκτ-τέα, Ar.Lys.124; cf. ἀποσχετέον.
German (Pape)
[Seite 408] man muß sich enthalten, τινός Ar. Lys. 122; Xen. Mem. 1, 2, 84 u. A.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφεκτέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ ἀπέχομαι, πρέπει τις νὰ ἀπέχηταί τινος, δῆλον ὅτι ἀφεκτέον εἴη τοῦ ὀρθῶς λέγειν Ξεν. Ἀπομν. 1. 2, 34, κτλ.· οὕτω κατὰ πληθ. -τέα Ἀριστοφ. Λυσ. 124. Πρβλ. ἀποσχετέον.
Spanish (DGE)
hay que abstenerse c. gen. de cosas y abstr. φιλημάτων X.Smp.4.26, τοῦ ὀρθῶς λέγειν X.Mem.1.2.34, cf. 2.6.1, 2, τῶν ἡδονῶν D.Chr.3.59, τῆς μουσικῆς Aristid.Quint.2.28, τροφῆς Porph.Abst.1.38
•medic. hay que evitar τοῦ φλέγματος Gal.17(2).359
•tb. en plu. ἀφεκτέα ... ἐστὶν ἡμῖν τοῦ πέους debemos abstenernos del pene Ar.Lys.124.
Greek Monotonic
ἀφεκτέον: ρημ. επίθ. του ἀπέχομαι, πρέπει να απέχει κάποιος από κάτι, τινός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀφεκτέον: adj. verb. к ἀπέχω.