Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φοινίκουρος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φοινίκουρος Medium diacritics: φοινίκουρος Low diacritics: φοινίκουρος Capitals: ΦΟΙΝΙΚΟΥΡΟΣ
Transliteration A: phoiníkouros Transliteration B: phoinikouros Transliteration C: foinikouros Beta Code: foini/kouros

English (LSJ)

[ῑ], ὁ, perh.

   A red-start (i. e. red-tail), Luscinia phoenicurus, Arist.HA632b28, Gp.15.1.22.

German (Pape)

[Seite 1296] ὁ, der Rothschwanz, ein Vogel, Arist. H. A. 9, 49.

Greek (Liddell-Scott)

φοινίκουρος: ὁ, πτηνόν τι ἔχον κοκκίνην οὐράν, ἐρίθακος, «κοκκινόκωλος», Motacella phoenicurus, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 4, Γεωπον. 15. 1, 22, κλπ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών, στο οποίο ανήκουν τα κοινώς σήμερα γνωστά είδη καρβουνιάρης ή γιαννάκος ή κομπογιαννίτης, και κοκκινούρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. phoenicurus < φοῖνιξ (Ι), -οίνικος «πορφυρό χρώμα» + -ουρος (< οὐρά), πρβλ. σκί-ουρος].

Russian (Dvoretsky)

φοινίκουρος: ὁ предполож., птица горихвостка (Ruticilla phoenicurus) Arst.