πιεζέω
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
German (Pape)
[Seite 613] seltene Nebenform von πιέζω; χερσὶ στιβαρῇσι πιέζευν, Od. 12, 174. 196; Her. πιεζεύμενος statt πιεζούμενος, 3, 146. 6, 108. 8, 142; πιεζοῦντος, Plut. Thes. 6; ἐπιεζοῦντο καὶ κατεβαροῦντο τῇ μάχῃ, Pol. 11, 33, 3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
impf. épq. πιέζευν;
c. πιέζω.
Russian (Dvoretsky)
πιεζέω: (ион. impf. πιέζευν, part. praes. pass. πιεζεύμενος) Hom., Theocr., Plut. = πιέζω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πιεζέω zie πιέζω.