ὑηνός

Revision as of 15:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

English (LSJ)

ή, όν,

   A swinish, πρέμματα ὑ, swinish creatures, Pl.Lg.819d.

German (Pape)

[Seite 1175] schweinisch, vom Schweine, dazu gehörig, θρέμματα ὑηνά Plat. Legg. VII, 819 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑηνός: -ή, -όν, (ὗς) χοίρινος, οὐκ ἀνθρώπινον, ἀλλὰ ὑηνῶν τινων εἶναι μᾶλλον θρεμμάτων Πλάτ. Νόμ. 819Ε· - μεταφορ., σκαιός, ἀμαθής, Φώτ. - Πρβλ. ὕειος.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
de porc, qui convient aux porcs.
Étymologie: ὗς.

Greek Monotonic

ὑηνός: -ή, -όν (ὗς), χοιρινός, γουρουνίσιος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑηνός: [ὗς] свиной: θρέμματα ὑηνά Plat. поросята или свиньи.

Middle Liddell

ὑηνός, ή, όν [ὗς]
swinish, Plat.