ψεκτός

From LSJ
Revision as of 09:12, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεκτός Medium diacritics: ψεκτός Low diacritics: ψεκτός Capitals: ΨΕΚΤΟΣ
Transliteration A: psektós Transliteration B: psektos Transliteration C: psektos Beta Code: yekto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A blameworthy, opp. ἐπαινετός, Pl. Cra.416c, Arist.EN1108a16, Plb.3.4.1, etc. Adv. -τῶς Poll.4.26 (s. v. l.).

German (Pape)

[Seite 1392] adj. verb. von ψέγω, getadelt, zu tadeln, tadelnswürdig, im Ggstz von ἐπαινετός, Plat. Crat. 416 d; auch adv. ψεκτῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψεκτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., μεμπτός, ὃν δύναταί τις νὰ ψέξῃ, νὰ κατακρίνῃ ἢ νὰ κατηγορήσῃ, ἀντίθετον τῷ ἐπαινετός, Πλάτ. Κρατ. 416D, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 9, 8. κλπ. - Ἐπίρρ. -τῶς, Πολυδ. Δ΄, 26.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
blâmable.
Étymologie: ψέγω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψεκτός, -όν, ΝΑ ψέγω
αξιόμεμπτος.
επίρρ...
ψεκτῶς Α
με ψεκτό, αξιοκατάκριτο τρόπο.

Greek Monotonic

ψεκτός: -ή, -όν, ρημ. επίθ., μεμπτός, αυτός τον οποίον μπορεί κάποιος να κατηγορήσει, αξιοκατάκριτος, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ψεκτός: [adj. verb. к ψέγω достойный порицания, недостойный, зазорный Plat., Arst., Polyb., Plut.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψεκτός -ή -όν [ψέγω] laakbaar, kwalijk.