εὐδιάχυτος

From LSJ
Revision as of 15:59, 6 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

ἡ κέρκος τῇ ἀλώπεκι μαρτυρεῖ → you can tell a fox by its tail, small traits give the clue to the character of a person

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐδιάχῠτος Medium diacritics: εὐδιάχυτος Low diacritics: ευδιάχυτος Capitals: ΕΥΔΙΑΧΥΤΟΣ
Transliteration A: eudiáchytos Transliteration B: eudiachytos Transliteration C: evdiachytos Beta Code: eu)dia/xutos

English (LSJ)

ον,

   A easily dissolved, φάρμακα ὑπὸ τῶν κοιλιῶν Arist. Pr.864a29; γῆ Thphr.CP3.2.6.    2 easily diffused, ἀήρ Placit.4.13.11.    3 flexible, Sch.Pi.P.1.17.    II easily relieved, τὴν ὄρεξιν εὐ. ἔχειν Epicur.Sent.26.

German (Pape)

[Seite 1062] leicht in Fluß zu bringen, aus einander zu gießen, ὕδωρ εὐδ. κα ἀπαγὲς καὶ ἀσύστατον Plut. de prim. frig. 11; von der Luft, id.; – leicht zu verdauen, Arist. probl. 1, 42; von der Erde, locker.

Greek (Liddell-Scott)

εὐδιάχῠτος: -ον, εὐκόλως διαλυόμενος φάρμακα Ἀριστ. Πρβλ. 1. 42˙ γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 6˙ ἀὴρ Πλούτ. 2. 901Β τὴν ὄρεξιν εὐδ. ἔχειν Διογ. Λ. 10. 149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à liquéfier, à dissoudre.
Étymologie: εὖ, διαχέω.

Greek Monolingual

εὐδιάχυτος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που διαχέεται εύκολα
αρχ.
1. αυτός που καταπραΰνεται, που ανακουφίζεται εύκολα («εὐδιάχυτον τὴν ὄρεξιν ἔχουσιν», Επίκ.)
2. ο εύκαμπτος, ο ευλύγιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διάχυτος (< διαχέω)].

Russian (Dvoretsky)

εὐδιάχῠτος:
1) весьма текучий (ὕδωρ Plut.);
2) легко разжижаемый, без труда растворяющийся (φάρμακα ὑπὸ τῶν χοιλιῶν и ταῖς κοιλιαῖς Arst.);
3) легко рассеивающийся (ἀήρ Plut.).