ὀνώδης

From LSJ
Revision as of 17:34, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀνώδης Medium diacritics: ὀνώδης Low diacritics: ονώδης Capitals: ΟΝΩΔΗΣ
Transliteration A: onṓdēs Transliteration B: onōdēs Transliteration C: onodis Beta Code: o)nw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A ass-like, of persons, Arist.Phgn.812a10, Phld.Rh. 1.6 S. (Sup.); ὀ. φιλοπλουτία Plu.2.525e ; of colour, ib.362f.

German (Pape)

[Seite 351] ες, = ὀνοειδής; Arist. physiogn. 6; Plut. Is. et Os. 30.

Greek (Liddell-Scott)

ὀνώδης: ες,= ὀνοειδής, Ἀριστ. Φυσιογν. 6, 31, Πλούτ. 2. 362F, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
qui ressemble à un âne.
Étymologie: ὄνος, -ωδης.

Greek Monolingual

ὀνώδης, -ῶδες (Α) όνος
1. αυτός που μοιάζει με όνο
2. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον όνο, όνειος, γαϊδουρήσιος
3. αυτός που έχει το χρώμα του όνου.

Russian (Dvoretsky)

ὀνώδης:
1) как у осла, ослиный (τὰ ὦτα Arst.): ὀ. τὴν χρόαν Plut. цвета ослиной кожи;
2) достойный осла, тупоумный (φιλοπλουτία Plut.).