σημικίνθιον

From LSJ
Revision as of 00:55, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημῐκίνθιον Medium diacritics: σημικίνθιον Low diacritics: σημικίνθιον Capitals: ΣΗΜΙΚΙΝΘΙΟΝ
Transliteration A: sēmikínthion Transliteration B: sēmikinthion Transliteration C: simikinthion Beta Code: shmiki/nqion

English (LSJ)

(written σιμικίνθιον), τό, Lat.

   A semicinctium, apron or kerchief, Act.Ap.19.12.

German (Pape)

[Seite 875] τό, das lat. semicinctum, Schürze, Handtuch, Schnupftuch, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

σημικίνθιον: ἢ σιμικίνθιον, τό, Λατ. semicinctium, «ποδιὰ» ἢ «μανδῆλι», Πράξ. Ἀποστ. ιθ΄, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
sorte de tablier ou de fichu.
Étym. lat. semicinctium.

Greek Monolingual

και σιμικίνθιον, τὸ, Α
η ποδιά, η μπροστέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. semicinctium «ποδιά, μπροστέλα» < semi- (πρβλ. ημι-) + cinctus «ζώνη»].

Greek Monotonic

σημικίνθιον: ή σιμικίνθιον, τό, το Λατ. semicinctium, ποδιά ή πετσέτα κουζίνας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σημικίνθιον: τό NT v. l. = σιμικίνθιον.

Middle Liddell

σημικίνθιον, ορ σιμικίνθιον, ου, τό,
the Lat. semicinctium, an apron or kerchief, NTest.