ἅρμοσμα

From LSJ
Revision as of 15:10, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅρμοσμα Medium diacritics: ἅρμοσμα Low diacritics: άρμοσμα Capitals: ΑΡΜΟΣΜΑ
Transliteration A: hármosma Transliteration B: harmosma Transliteration C: armosma Beta Code: a(/rmosma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A joined work, τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.

German (Pape)

[Seite 356] τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
armazón de la estructura de un barco τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.

Greek Monolingual

ἅρμοσμα, το (Α) αρμόζω
η εργασία της συναρμολόγησης.

Russian (Dvoretsky)

ἅρμοσμα: ατος τό скрепление, остов (ναυαγίων ἁρμόσματα Eur.).