ἀσπίστωρ

From LSJ
Revision as of 20:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1a)

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπίστωρ Medium diacritics: ἀσπίστωρ Low diacritics: ασπίστωρ Capitals: ΑΣΠΙΣΤΩΡ
Transliteration A: aspístōr Transliteration B: aspistōr Transliteration C: aspistor Beta Code: a)spi/stwr

English (LSJ)

ορος, ὁ,

   A = ἀσπιστής, κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, A.Ag.404 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = τῷ προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, θόρυβος, σύγκρουσις ἀσπιδοφόρων μαχητῶν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 404.

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ) :
armé d’un bouclier ; belliqueux.
Étymologie: ἀσπίς.

Spanish (DGE)

-ορος en que interviene el escudo κλόνοι A.A.403.

Greek Monotonic

ἀσπίστωρ: -ορος, ὁ, = το προηγ., κλόνοι ἀσπίστορες, σύγκρουση ασπιδοφόρων πολεμιστών, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπίστωρ: ορος adj. m боевой (κλόνοι Aesch.).

Middle Liddell

ἀσπίς = ἀσπιστής
κλόνοι ἀσπίστορες turmoil of shielded warriors, Aesch.