ταρίχιον
From LSJ
εἰ μὴ ἦλθον καὶ ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν οὐκ εἶχον → if I had not come and spoken to them, they would not be guilty of sin
English (LSJ)
τό, Dim. of τάριχος, Ar.Pax563 (troch.), Cephisod.8, Sor.2.15, Sammelb.4425 iii 25 (ii A.D.), Gloss.
German (Pape)
[Seite 1071] τό, dim. von τάριχος; Ar. Pax 555; bei Her. 2, 15 als v. l.; Pherecrat. u. Cephisodor. bei Ath. III, 119 c.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰρίχιον: τό, ὑποκοριστ. τοῦ τάριχος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 563· κρεάδιόν τι φαῦλον ἢ ταρίχιον Κηφισόδωρ. ἐν «Ὑῒ» 2, πρβλ. Ἀθήν. 119C κἑξ.
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ τάριχος
υποκορ. του τάριχος.
Greek Monotonic
τᾰρίχιον: τό, υποκορ. του τάριχος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
τᾰρίχιον: (ῑχ) τό [demin. к τάριχος кусок соленья Arph.
Middle Liddell
τᾰρίχιον, ου, τό, [Dim. of τάριχος, Ar.]