ποταμιαῖος
From LSJ
τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)
English (LSJ)
α, ον, A = ποτάμιος (which is v. l. in Arist.), Arist.Mete.353b28, Ruf.Fr.66.
Greek (Liddell-Scott)
ποταμιαῖος: -α, -ον, = ποτάμιος, (ὅπερ εἶναι διάφ. γραφ.), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
ποτάμιος («ποταμιαῑα ὕδατα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. νωτ-ιαῖος)].
Russian (Dvoretsky)
ποτᾰμιαῖος: Arst. = ποτάμιος.