Τανταλίδης

From LSJ
Revision as of 13:01, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1b)

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
fils de Tantale.
Étymologie: Τάνταλος.

Greek Monolingual

ὁ, Α
γιος ή απόγονος του μυθικού βασιλιά της Φρυγίας, του Ταντάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος + επίθημα -ίδης (πρβλ. Πριαμ-ίδης)].

Russian (Dvoretsky)

Ταντᾰλίδης: ου (ῐ) ὁ (дор. gen. pl. Τανταλιδᾶν) Танталид, сын Тантала Aesch., Eur., Anth.

Middle Liddell

Τανταλίδης, ου, ὁ,
son of Tantalus, Aesch.