Τανταλίδης
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
fils de Tantale.
Étymologie: Τάνταλος.
Greek Monolingual
ὁ, Α
γιος ή απόγονος του μυθικού βασιλιά της Φρυγίας, του Ταντάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Τάνταλος + επίθημα -ίδης (πρβλ. Πριαμ-ίδης)].
Russian (Dvoretsky)
Ταντᾰλίδης: ου (ῐ) ὁ (дор. gen. pl. Τανταλιδᾶν) Танталид, сын Тантала Aesch., Eur., Anth.
Middle Liddell
Τανταλίδης, ου, ὁ,
son of Tantalus, Aesch.