κολυμβάω

Revision as of 23:08, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

(Dor. -φάω acc. to EM526.2),

   A dive, plunge headlong, εἰς τὸν Τάρταρον Pherecr.108.21; εἰς τὰ φρέατα Pl.Prt.350a, cf. La.193c, Str.17.1.44, etc.; εἰς κολυμβήθραν μύρου Alex.300.    2 swim, τοὺς δυναμένους κολυμβᾶν Act.Ap.27.43, cf. Hippiatr.26.

German (Pape)

[Seite 1476] schwimmen, nach Moeris hellenistisch für νήχομαι; untertauchen, εἰς τὰ φρέατα Plat. Prot. 350 a Lach. 193 c; Sp. – S. das Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβάω: «βουτῶ», πίπτω εἴς τι μέρος κατακέφαλα, Λατιν. urinari, εἰς τὸν Τάρταρον Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 21˙ εἰς τὰ φρέατα Πλάτ. Πρωτ. 350Α, πρβλ. Λάχ. 193C, καὶ ἴδε τὸ ἑπόμ.˙ ― πίπτω εἰς τὴν θάλασσαν καὶ κολυμβῶ, Ἀχιλλ. Τάτ. 27. 43 (διάφ. γρ. ἐκκολυμβάω).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
nager, plonger, s’enfoncer.
Étymologie: κόλυμβος.

English (Strong)

from kolumbos (a diver); to plunge into water: swim.

English (Thayer)

κολυμβω; to dive, to swim: Plato, Prot., p. 350a.; Lach., p. 193c., and in later writings) (Compare: ἐκκολυμβάω.)

Greek Monotonic

κολυμβάω: μέλ. -ήσω, βουτώ στη θάλασσα, σε Καινή Διαθήκη

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβάω [κόλυμβος] duiken; ook zwemmen. NT.

Russian (Dvoretsky)

κολυμβάω: нырять, погружаться (εἰς τὰ φρέατα Plat.): ὁ κολυμβῶν Arst. пловец, водолаз.