κνιπότης

From LSJ
Revision as of 16:20, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κνῑπότης Medium diacritics: κνιπότης Low diacritics: κνιπότης Capitals: ΚΝΙΠΟΤΗΣ
Transliteration A: knipótēs Transliteration B: knipotēs Transliteration C: knipotis Beta Code: knipo/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A irritation of the eyes, Hp.Loc.Hom.13; expld.as = ξηροφθαλμία, Erot.

German (Pape)

[Seite 1461] ητος, ἡ, Knickerei (?). – Bei Hippocr. u. Galen. eine Entzündung der Augen, wobei diese klein u. trüb erscheinen.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπότης: ἡ, φλόγωσις τῶν ὀφθαλμῶν, Ἱππ. 413. 29, πρβλ. Ἐρωτιαν. 212.

Greek Monolingual

κνιπότης, -ητος, ή (Α)
η φλόγωση τών οφθαλμών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κνῖπες, πληθ. του κνιψ με σημ. «άρρωστα μάτια» (βλ. λ. κνίψ)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κνιπότης -ητος, ἡ [κνίψ] irritatie (van de ogen).