διάλιθος
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
English (LSJ)
ον,
A set with precious stones, IG2.652B13, Men.503, Epit.169, OGI56.59 (iii B.C.), LXX To.10.7, Aristeas62; ὅρμος ῥόδων δ. IG12.289; κόσμος Str.15.1.54; στέφανος D.C.44.6.
Greek (Liddell-Scott)
διάλῐθος: -ον, κατακεκοσμημένος διὰ πολυτίμων λίθων, Συλλ. Ἐπιγρ. 150. § 38, 153. 3, Μένανδ. Φιλ. 1.
Spanish (DGE)
(διάλῐθος) -ον
incrustado con piedras preciosas, con pedreríahόρμος IG 13.360.4, 6 (V a.C.), χρυσία σύμμεικτα IG 22.1388.63 (IV a.C.), στέφανος χρυσōς IG 22.1376.7 (V/IV a.C.), cf. D.C.44.6.3, 45.6.5, κόσμος Men.Pc.815, Str.15.1.54, ἐπιχύσεις Men.Fr.437, δακτύλιος ... χρυσένδετος IG 11(2).203B.91 (III a.C.), cf. IG 11(2).158A.6, 161B.119 (ambas Delos III a.C.), σφραγίδια IG 11(2).161B.43 (Delos III a.C.), ἀμφ[ιδεΐ] δια Ath.Askl.5.156 (III a.C.), ἁλύσια IG 11(2).164B.5 (Delos III a.C.), ἱερὸν ἄγαλμα χρυσοῦν OGI 56.59 (Canopo III a.C.), cf. PPetr.2.16.1.7 (III a.C.) en BL 2(2).108, μηνίσκος ID 461Bb.30 (II a.C.), πλόκιον χρυσοῦν ID 1417A.2.34 (II a.C.), ᾠοθεσία en el adorno de una cornisa, Aristeas 62, θρόνος I.BI 1.511, κλίνη I.BI 1.671, ψυκτήρ Plu.2.201c, κίονες Chares 4
•subst. τὸ δ. un tipo de adorno femenino con pedrería, διόπας, διάλιθον, πλάστρα Ar.Fr.332.10, τουτὶ δὲ διάλιθόν τι esto es una cosa de pedrería Men.Epit.210.
Russian (Dvoretsky)
διάλῐθος: усыпанный (драгоценными) камнями (λαβρώνιος Men.; ὅπλα Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάλιθος -ον [διά, λίθος] met edelstenen bezet.