κισσοστεφής
From LSJ
ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσία → passionate friendship between males
English (LSJ)
ές, = foreg., Anacreont.46.5: κιττ-, Alciphr.3.48.
German (Pape)
[Seite 1443] ές, mit Epheu gekränzt; Anacr. 46, 5; Alciphr. 3, 48.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοστεφής: -ές, = τῷ προηγ., Ἀνακρ. 49. 5· κιττ-, Ἀλκίφρ. 3. 48.
Greek Monolingual
-ές (Α κισσοστεφής και κιττοστεφής, -ές)
στεφανωμένος με κισσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -στεφής (< στέφος), πρβλ. πυρι-στεφής, ροδο-στεφής].
Greek Monotonic
κισσοστεφής: -ές (στέφω), = το προηγ., σε Ανακρεόν.
Russian (Dvoretsky)
κισσοστεφής: Anacr. = κισσοστέφανος.