πάλτο
From LSJ
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
English (LSJ)
A v. πάλλω.
Greek (Liddell-Scott)
πάλτο: Ἐπικ. συγκεκομμ. ἀόρ. μέσ. τοῦ πάλλω, ἐπὶ παθητ. σημασ.
French (Bailly abrégé)
v. πάλλω.
English (Autenrieth)
see πάλλω.
Greek Monolingual
το
επενδύτης, πανωφόρι από χονδρό ύφασμα ή δέρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. palto < γαλλ. paletot < αρχ. αγγλ. paltok].
Greek Monotonic
πάλτο: γʹ ενικ. Επικ. Παθ. αορ. βʹ του πάλλω.
Russian (Dvoretsky)
πάλτο: эп. 3 л. sing. aor. med. к πάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πάλτο ep. indic. aor. med. 3 sing. van πάλλω.