κοινὸν τύχη, γνώμη δὲ τῶν κεκτημένων → good luck is anyone's, judgment belongs only to those who possess it
f. de παροράω.
παρόψομαι: μέλλ. τοῦ παροράω.
παρόψομαι: μέλ. του παροράω.
παρόψομαι: fut. к παροράω.