Κενταυρικός

From LSJ
Revision as of 12:45, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ba)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κενταυρικός Medium diacritics: Κενταυρικός Low diacritics: Κενταυρικός Capitals: ΚΕΝΤΑΥΡΙΚΟΣ
Transliteration A: Kentaurikós Transliteration B: Kentaurikos Transliteration C: Kentavrikos Beta Code: *kentauriko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A like a Centaur, i.e. savage, brutal. Adv. -κῶς Ar.Ra.38.

Greek (Liddell-Scott)

Κενταυρικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς Κένταυρον, δηλ. ἄγριος, θηριώδης, κτηνώδης·- Ἐπίρρ., -κῶς, τίς τὴν θήραν ἐπάταξεν; ὡς κενταυρικῶς ἐνήλατο! (= ἀγροίκως» Φώτ.) Ἀριστοφ. Βάτρ. 38.

Greek Monotonic

Κενταυρικός: -ή, -όν, όπως ένας Κένταυρος, δηλ. τραχύς, βίαιος, κτηνώδης, ζωώδης· επίρρ. -κῶς, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

Κενταυρικός: состоящий из кентавров (θίασος Plat.).

Middle Liddell

Κενταυρικός, ή, όν
like a Centaur, i. e. savage, brutal: adv. -κῶς, Ar.