χαλαζοφύλαξ
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
[ῠ], ᾰκος, ὁ, A hail-guard, one who averts hail by magical rites, Sen. QN4.6, Plu.2.700f.
German (Pape)
[Seite 1326] ακος, ὁ, der den Hagel beobachtet, um Mittel gegen ihn anzuwenden, der vor ihm auf der Hut ist, Plut. Symp. 7, 2.
Greek (Liddell-Scott)
χαλαζοφύλαξ: -ᾰκος, ὁ, ὁ φυλάττων ἀπὸ τῆς χαλάζης, ὁ ἀποτρέπων τὴν χάλαζαν διά τινων παραδόξων τελετῶν, Πλούτ. 2. 700Ε, Senec. Quaest. Nat. 4. 6.
French (Bailly abrégé)
ακος (ὁ) :
gardien chargé d’observer et d’annoncer l’approche des nuages de grêle.
Étymologie: χάλαζα, φύλαξ.
Greek Monolingual
-ακος, ὁ, Α
αυτός που με μαγικές τελετές προφυλάσσει τη γεωργική παραγωγή από το χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλαζα + φύλαξ.
Russian (Dvoretsky)
χᾰλαζοφύλαξ: ακος ὁ наблюдающий за приближением градовых туч (для того, чтобы магическими средствами разогнать их) Plut.