κουρεύτρια
From LSJ
English (LSJ)
ἡ, fem. of κουρεύς, κουρευτής, Plu.Ant.60.
Greek (Liddell-Scott)
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. τοῦ κουρεύς, κουρευτής, Πλουτ. Ἀντών. 60.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. c. κουρεύς.
Greek Monolingual
κουρεύτρια, ἡ (Α)
βλ. κουρευτής.
Greek Monotonic
κουρεύτρια: ἡ, θηλ. του κουρεύς, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κουρεύτρια -ας, ἡ [κουρά] kapster.
Russian (Dvoretsky)
κουρεύτρια: ἡ парикмахерша Plut.