κουφισμός

From LSJ
Revision as of 14:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κουφισμός Medium diacritics: κουφισμός Low diacritics: κουφισμός Capitals: ΚΟΥΦΙΣΜΟΣ
Transliteration A: kouphismós Transliteration B: kouphismos Transliteration C: koufismos Beta Code: koufismo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A = κούφισις, ἀκληρημάτων D.S.25.17; συμφορᾶς J.AJ4.8.23; πάθους Plu.2.79c; πένθους κ. Epigr.Gr.406.8 (Iconium): abs., Carneisc.Herc.1027.15; remission of taxation, Cod.Just.10.16.13 Intr.: Medic., alleviation, Erasistr. ap. Gal.5.139; κ. ποιέεσθαι, of remittent fevers, Aret.CA1.1 (pl.).    II elision, Eust.150.24 (pl.), al.

Greek (Liddell-Scott)

κουφισμός: ὁ, = κούφισις. Πλούτ. 2. 79C˙ πένθους κ. Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 406. 8˙ κ. ποιεῖσθαι, κατασκευάζειν, Ἀρετ. π. Ὀξ. Νούσ. Θεραπευτ. 1. 1˙ ― ἀνακούφισις ἐκ φορολογίας, Βασιλικ. ΙΙ. ἔκθλιψις, «κατὰ κουφισμόν, ἤτοι ἔκθλιψιν» Εὐστ. 150. 24, κλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
allégement, soulagement.
Étymologie: κουφίζω.

Greek Monolingual

κουφισμός, ὁ (AM) κουφίζω (II)]
1. ανακούφιση, ελάφρυνση από σωματικό ή ψυχικό πόνο («κουφισμὸς συμφορᾱς», Ιώσ.)
2. φορολογική απαλλαγή
μσν.
1. γραμμ. έκθλιψη
2. ανύψωση.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κουφισμός -οῦ, ὁ [κουφίζω] verlichting, opluchting.

Russian (Dvoretsky)

κουφισμός: ὁ Plut. = κούφισμα.