διομολογία

From LSJ
Revision as of 18:48, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Γύμναζε παῖδας· ἄνδρας οὐ γὰρ γυμνάσεις → Exerce pueros: non exercebis virum → Mit Kindern übe, denn mit Männern ist's zu spät

Menander, Monostichoi, 104
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομολογία Medium diacritics: διομολογία Low diacritics: διομολογία Capitals: ΔΙΟΜΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: diomología Transliteration B: diomologia Transliteration C: diomologia Beta Code: diomologi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A agreement, contract, δ. ποιεῖν περί τινος Is.11.21,23; γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Arist.EN1164a34.

Greek (Liddell-Scott)

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, δ. ποιεῖν περί τινος Ἰσαῖ. 86. 4, 15· γίνεται δ. τῆς ὑπουργίας Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
acuerdo, convenio περὶ αὐτῶν Is.11.21, cf. 23, c. gen. τῆς ὑπουργίας Arist.EN 1164a34.

Greek Monolingual

διομολογία, η (Α) διομολογώ
διομολόγησις.

Greek Monotonic

διομολογία: ἡ, = διομολόγησις, σε Ισαίο.

Russian (Dvoretsky)

διομολογία: ἡ Isae., Arst. = διομολόγησις.