καλλιπύργωτος

From LSJ
Revision as of 06:48, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλῐπύργωτος Medium diacritics: καλλιπύργωτος Low diacritics: καλλιπύργωτος Capitals: ΚΑΛΛΙΠΥΡΓΩΤΟΣ
Transliteration A: kallipýrgōtos Transliteration B: kallipyrgōtos Transliteration C: kallipyrgotos Beta Code: kallipu/rgwtos

English (LSJ)

ον, = foreg., E.Ba. 19.

German (Pape)

[Seite 1310] schön umthürmt, πόλεις Eur. Bacch. 19.

Greek (Liddell-Scott)

καλλιπύργωτος: ον = τῷ προηγ., πόλις Εὐρ. Βάκχ. 19.

Greek Monolingual

καλλιπύργωτος, -ον (Α)
ο καλλίπυργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + πυργωτός (< πυργῶ)].

Greek Monotonic

καλλιπύργωτος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

καλλῐπύργωτος: снабженный красивыми башнями (πόλεις Eur.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλλιπύργωτος -ον [καλλίπυργος] met mooie torens.