καλλιπύργωτος
From LSJ
καὶ νῦν ἀτεχνῶς ἐθέλω παρέχειν ὅ τι βούλει σοι, πλὴν κωλακρέτου γάλα πίνειν → and now I want to provide you with absolutely anything you want, except paymaster's milk to drink
English (LSJ)
ον, = foreg., E.Ba. 19.
German (Pape)
[Seite 1310] schön umthürmt, πόλεις Eur. Bacch. 19.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπύργωτος: ον = τῷ προηγ., πόλις Εὐρ. Βάκχ. 19.
Greek Monolingual
καλλιπύργωτος, -ον (Α)
ο καλλίπυργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + πυργωτός (< πυργῶ)].
Greek Monotonic
καλλιπύργωτος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπύργωτος: снабженный красивыми башнями (πόλεις Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιπύργωτος -ον [καλλίπυργος] met mooie torens.