πυργωτός
Πενίας βαρύτερον οὐδέν ἐστι φορτίον → Onus est inopia longe gravius ceteris → Als Armut gibt es keine Last, die schwerer wiegt
English (LSJ)
πυργωτή, πυργωτόν, made like a tower, ἐμπετάσματα π. curtain-hangings edged with a pattern like battlements, Callix.2; χιτωνίσκος π. IG22.1514.26,46; πίλημα Str.15.3.19; π. στέφανος, = Lat. corona muralis, OGI560.11 (Tlos, i A.D.), cf. Corn.ND6.
German (Pape)
[Seite 821] gethürmt; ἐμπετάσματα πυργωτά, Ath. V, 196 c, Kleider in Form eines Thurmes gearbeitet, mit zinnenartig ausgezacktem Besatz; Inscr. 155.
Greek (Liddell-Scott)
πυργωτός: -ή, -όν, (πυργόω) πεποιημένος ἐν εἴδει πύργου, π. πετάσματα, παραπετάσματα ἀπολήγοντα εἰς διαιρέσεις ὁμοίας πρὸς ἐπάλξεις πύργων, Ἀθήν. 196C π. χιτὼν Συλλ. Ἐπιγραφ. 155. 28, 48· ἴδε Müller Arch. der Kunst § 339. 5· οὕτω, π. στέφανος Κορνοῦτ. π. Θεῶν Φύσ. 6.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυργωτός, -ή, -όν, ΝΑ πυργῶ
αυτός που έχει σχήμα πύργου, που μοιάζει με πύργο, πυργοειδής (α. «ἐμπετάσματα πυργωτά» — παραπετάσματα που καταλήγουν σε διαιρέσεις όμοιες με επάλξεις πύργων, Καλλίξ.
β. «πυργωτὸς στέφανος» — το στεφάνι που διδόταν σε εκείνον που πρώτος ανέβαινε στα τείχη πολιορκούμενης πόλης, επιγρ.)
νεοελλ.
1. (για τείχος) αυτός που έχει πύργο ή πύργους, αυτός που προστατεύεται από πύργους («τα πολεμόχαρα μουράγια τα πυργωτά», Παλαμ.)
2. το ουδ. ως ουσ. το πυργωτό
α) παλαιό πολεμικό πλοίο με πυροβόλα τοποθετημένα σε περιστρεφόμενο πύργο
β) παλαιός τύπος φορτηγού πλοίου με συνεχόμενη υπερκατασκευή.