καλλιπύργωτος
From LSJ
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
καλλιπύργωτον, = καλλίπυργος (with beautiful towers, high-towering), E. Ba. 19.
German (Pape)
[Seite 1310] schön umthürmt, πόλεις Eur. Bacch. 19.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καλλιπύργωτος -ον [καλλίπυργος] met mooie torens.
Russian (Dvoretsky)
καλλῐπύργωτος: снабженный красивыми башнями (πόλεις Eur.).
Greek Monolingual
καλλιπύργωτος, -ον (Α)
ο καλλίπυργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + πυργωτός (< πυργῶ)].
Greek Monotonic
καλλιπύργωτος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.
Greek (Liddell-Scott)
καλλιπύργωτος: ον = τῷ προηγ., πόλις Εὐρ. Βάκχ. 19.
Middle Liddell
καλλι-πύργωτος, ον = καλλίπυργος, Eur.]