σπεῖο
From LSJ
τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud
English (LSJ)
v. ἕπω².
French (Bailly abrégé)
2ᵉ sg. impér. ao.2 épq. de ἕπομαι.
English (Autenrieth)
see ἕπω.
Greek Monotonic
σπεῖο: Επικ. αντί σπέο· σποῦ, προστ. αορ. βʹ του ἕπομαι.
Russian (Dvoretsky)
σπεῖο: эп. 2 л. sing. imper. к ἕπω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σπεῖο imperat. aor. med. 2 sing. van ἕπω.