πεφυζότες
From LSJ
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
English (LSJ)
Ep. pf. part. for πεφευγότες, cf. φύζα.
Greek (Liddell-Scott)
πεφυζότες: μετοχ. Ἐπικ. πρκμ. ἀντὶ πεφευγότες, πρβλ. φύζα.
French (Bailly abrégé)
part. pl. pf. Act. épq. de φεύγω.
English (Autenrieth)
see φεύγω.
Greek Monotonic
πεφυζότες: Επικ. αντί πεφευγότες, μτχ. παρακ. πληθ. του φεύγω.
Russian (Dvoretsky)
πεφυζότες: эп. part. pf. pl. к φεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πεφυζότες ep. ptc. perf. act. nom. m. plur. van φεύγω.