κανοῦν
From LSJ
τὸ γὰρ βραχύ τι τοῦτο πᾶσαν ὑμῶν ἔχει τὴν βεβαίωσιν καὶ πεῖραν τῆς γνώμης → this trifle contains the whole seal and trial of your resolution
German (Pape)
[Seite 1321] s. κάνεον.
French (Bailly abrégé)
οῦ (τό) :
plur. ᾶ;
contr. att. p. κάνεον, avec changement d’accent.
Greek Monolingual
κανοῡν, τὁ (Α)
βλ. κάνεον.
Russian (Dvoretsky)
κανοῦν: gen. κανοῦ ὁ стяж. атт. = κάνεον.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κανοῦν zie κάνεον.