ἀποπειράζω

From LSJ
Revision as of 14:15, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποπειράζω Medium diacritics: ἀποπειράζω Low diacritics: αποπειράζω Capitals: ΑΠΟΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: apopeirázō Transliteration B: apopeirazō Transliteration C: apopeirazo Beta Code: a)popeira/zw

English (LSJ)

   A make trial of, prove, ἀ. εἰ . . Arist.Mir.831a29.    2 make an attempt upon, Μεγάρων App.Pun.117.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποπειράζω: μέλλ. -ἀσω, [ᾰ] κάμνω ἀπόπειραν, δοκιμάζω ἀπ. εἰ…, Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 11. 2˙ κάμνω ἀπόπειραν κατὰ τινος, Μεγάρων Ἀππ. Καρχ. 117.

Spanish (DGE)

1 probar c. εἰ Arist.Mir.831a29.
2 hacer una intentona contra c. gen. τῶν καλουμένων Μεγάρων App.Pun.117.

Greek Monolingual

ἀποπειράζω (AM) απόπειρα
1. δοκιμάζω, επιχειρώ να κάνω κάτι
2. κάνω απόπειρα αξιόποινης πράξης εναντίον κάποιου.

Russian (Dvoretsky)

ἀποπειράζω: Arst. = ἀποπειράω.