ἀρθρικός

From LSJ
Revision as of 12:20, 10 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "———————— " to "<br />")

ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀρθρικός Medium diacritics: ἀρθρικός Low diacritics: αρθρικός Capitals: ΑΡΘΡΙΚΟΣ
Transliteration A: arthrikós Transliteration B: arthrikos Transliteration C: arthrikos Beta Code: a)rqriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ἄρθρον I)

   A of or for the joints, Gal.19.85.    II (ἄρθρον II) of, belonging to the article, in Gramm., A.D.Synt.6.5,al. Adv. -ῶς ib.33.6.

German (Pape)

[Seite 350] die Glieder betreffend, Hipp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀρθρικός: -ή, -όν, (ἄρθρον Ι.) ὁ ἀφορῶν τὰ ἄρθρα, ἴδε Γαλην. Λεξ. 442, πιθ. σφάλμα ἀντὶ ἀρθριτικός. ΙΙ. (ἄρθρον ΙΙ.) ἀνήκων εἰς τὸ ἄρθρον, ὅρος γραμμ. , Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. σ. 6. κτλ.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1medic. relativo a las articulaciones Gal.19.85.
2 gram. relativo al artículo γραφή A.D.Synt.6.5.
II adv. -ῶς como artículo ἀ. νοεῖσθαι A.D.Synt.33.6.

Greek Monolingual

(I)
-ή, -ό (AM ἀρθρικός, -ή, -όν) άρθρον
αυτός που αναφέρεται στις αρθρώσεις.
(II)
ἀρθρικός, -ή, -όν (Α)
γραμμ. αυτός που ανήκει στο άρθρο.

Russian (Dvoretsky)

ἀρθρικός: грам. членный, употребляющийся с грамматическим членом.