βέλτατος

From LSJ
Revision as of 19:05, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (nl)

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449

French (Bailly abrégé)

η, ον :
c. βέλτιστος.
Étymologie: cf. βέλτερος.

Spanish (DGE)

-η, -ον
sup. de ἀγαθός q.u., subst. τὸ β. lo mejor A.Supp.1054, ἀστῶν τῶν ἐμῶν τὰ βέλτατα A.Eu.487, στρατοῦ τὰ βέλτατα A.Fr.132c.14, v. tb. βέλτιστος.

Greek Monolingual

-η, -ον βέλτατος, -η, -ον (ποιητ.) (Α)
υπερθ. του αγαθός, ο άριστος, ο καλύτερος απ' όλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. βέλτερος.

Russian (Dvoretsky)

βέλτᾰτος: Aesch. = βέλτιστος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βέλτατος -η -ον poët. voor βέλτιστος.