Βρόμιος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 litt. le Frémissant, le Grondant (Bacchus);
2 adj. du dieu Bromios.
Étymologie: βρόμος.
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Morfología: [-ος, -ον AP 9.98 (Stat.Flacc.)]
I bromio, báquico Νύμφαι Carm.Conu.4, χάρις de las Dionisias, Ar.Nu.311, χοροιτυπίη AP l.c.
II subst. ὁ Β. Bromio
1 mit. epít. de Dioniso, Pratin.1.3, A.Eu.24, Pi.Fr.70b.6, 75.10, E.Ba.115, HF 890, D.21.52, Orph.H.40.10, Nonn.D.5.560, 48.968, Anacreont.46.12
•fig. vino, AP 9.246 (Marc.Arg.), 247 (Phil.), 409 (Antiphan.), 11.54 (Pall.), Anacreont.18a.2
•epít. de otros dioses: Ares Lyr.Adesp.109b, Sátiro, Telecl.60.
2 mit. hijo de Egipto, Apollod.2.1.5.
3 epicúreo, amigo de Filodemo, autor de una obra περὶ τεχνῶν Phld.Rh.2.115Aur.
Greek Monotonic
Βρόμιος: ὁ,
1. προσωνύμιο του Βάκχου, σε Αισχύλ., Ευρ.· Βρομίου πῶμα, το κρασί, στον ίδ.
2. ως επίθ., Βρόμιος, -α, -ον, βακχικός, σε Ευρ., Αριστοφ.· παρομοίως, Βρομι-ώδης, -ες (εἶδος), βακχικός, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
Βρόμιος: ὁ Бромий, «Шумный» (эпитет Вакха) Pind., Aesch., Eur., Arph.: Βρομίου πῶμα Eur. = οἷνος.
Middle Liddell
[from βρόμιος
1. as a name of Bacchus, Aesch., Eur.; Βρομίου πῶμα, i. e. wine, Eur.
2. as adj. Βρόμιος, α, ον, Bacchic, Eur., Ar.