εἰλυός
Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht
English (LSJ)
or ἰλ- [ῑ], ὁ,
A = εἰλυθμός, X.Cyn.5.16, A.R.1.1144, Nic.Th. 143.
German (Pape)
[Seite 729] ὁ, = εἰλυθμός; Xen. Cyn. 5, 16; Ap. Rh. 1, 1144; Nic. Th. 143.
Greek (Liddell-Scott)
εἰλῡός: ὁ, = εἰλυθμός, Ξεν. Κυν. 5. 16, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1144.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. εἰλυθμός.
Spanish (DGE)
(εἰλῡός) -οῦ, ὁ
• Alolema(s): εἱλ- Hdn.Epim.48; ἰλῡός Nic.Th.143
• Morfología: [formas en ἰλ- censuradas por Hdn.Gr.2.21]
cubil, madriguera θῆρες δ' εἰλυούς τε κατὰ ξυλόχους τε λιπόντες A.R.1.1144, de una serpiente ἀνιχνεύουσι ... ἰλυοὺς ἐρέθοντες Nic.l.c., ὑπὸ τοῖς εἰλυοῖς ... ἀφανίζεσθαι Ael.NA 2.7, cf. 1.45, de la almeja, Ael.NA 15.12, εἰ. ... ἡ κατάδυσις Hdn.Gr.1.113, cf. 127, l.c.; cf. ἰλεός.
Greek Monolingual
εἰλυός και ἰλυός, ο (Α)
ο ειλυθμός.
Greek Monotonic
εἰλῡός: ὁ (εἰλύω), κρύπτη, φωλιά άγριου ζώου, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
εἰλῡός: ὁ Xen. = εἰλεός.