Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
SourceFrench (Bailly abrégé)
adv.
remarquablement, supérieurement;
Sp. ἐκπρεπέστατα.
Étymologie: ἐκπρεπής.
Russian (Dvoretsky)
ἐκπρεπῶς:
1) великолепно, превосходно, отлично (κεκοσμημένη πόλις Polyb.);
2) чрезвычайно (ἀγαπώμενος καὶ τιμώμενος ὑπό τινος Plut.);
3) со всей решительностью (ἐπιστρατεύειν Thuc.).