ἐμπειρέω
From LSJ
English (LSJ)
A to be experienced in, have knowledge of, c. gen. rei, τῆς χώρας Plb.3.78.6, etc.; τῆς ὁδοῦ LXXTo.5.6.
German (Pape)
[Seite 811] erfahren, kundig sein; τῆς χώρας, Pol. 3, 78, 6; τῶν τόπων 8, 17, 4; a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπειρέω: ἔχω πεῖραν ἔν τινι πράγματι, ἔχω γνῶσιν πράγματός τινος, μετὰ γεν. πράγμ., τῆς χώρας Πολύβ. 3. 78, 6, κτλ.· τῆς ὁδοῦ ἐμπειρῶ Ἑβδ. (Τωβὶτ 5. 6).
Spanish (DGE)
ser experto, conocedor c. gen. τῆς χώρας Plb.3.78.6, cf. 8.15.4, τῆς ὁδοῦ LXX To.5.4S.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπειρέω: быть опытным, сведущим, практически знать (τινος Polyb.).